κατεγγυῶ

κατεγγυῶ
κατεγγυάω
pledge
pres imperat mp 2nd sg
κατεγγυάω
pledge
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κατεγγυάω
pledge
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κατεγγυάω
pledge
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατεγγυάω
pledge
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατεγγυάω
pledge
pres imperat mp 2nd sg
κατεγγυάω
pledge
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κατεγγυάω
pledge
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κατεγγυάω
pledge
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατεγγυάω
pledge
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατεγγυάω
pledge
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
κατεγγυάω
pledge
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… …   Dictionary of Greek

  • κατεγγυητικά — κατεγγυητικά, τὰ (Α) [κατεγγυώ] η γιορτή τών αρραβώνων …   Dictionary of Greek

  • κατεγγύη — κατεγγύη, ἡ (Α) εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῑν ἐκ τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • κατεγγύησις — κατεγγύησις, ἡ (AM) [κατεγγυώ] εγγυοδοσία …   Dictionary of Greek

  • προκατεγγυώ — άω, Μ αρραβωνιάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατεγγυῶ «μνηστεύω, αρραβωνιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”